- ληξιπύρετος
- ληξιπύρετος και ληξοπύρετος -ον (Α)αυτός που κάνει τον πυρετό να υποχωρήσει, που καταπαύει τον πυρετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- τού λήγω, πρβλ. λήξη) + πυρετός (πρβλ. α-πύρετος, ριγο-πύρετος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.